-
1 ρήτρα
[ритра] ουσ. Θ. условие или статья договора, оговорка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρήτρα
-
2 оговорка
оговорка ж 1) (условие) η επιφύλαξη, η ρήτρα· сделать \оговоркау βάζω όρο, θέτω ρήτρα 2) (сказанное по ошибке) το λάθος* * *ж1) ( условие) η επιφύλαξη, η ρήτραсде́лать огово́рку — βάζω όρο, θέτω ρήτρα
2) ( сказанное по ошибке) το λάθος -
3 замечание
1. (суждение, высказывание по поводу чего-л.) η επισήμανσ/η, η παρατήρηση, το σχόλιο, (в коносаменте) о όρος, το άρθρο, η ρήτραучитывая - я παίρνοντας/λαμβά-νοντας υπ' όψη τις - εις2. (выговор) η παρατήρηση, η κατάκριση, η επίκριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замечание
-
4 клаузула
1. юр. о όρος, η ρήτρα, το κεφάλαιο 2. литер. το τέλος (του ποιήματος) 3. (в риторике) το κλείσιμο, το τέλος (του λόγου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клаузула
-
5 оговорка
η ρήτραο όρος, το άρθροгарантийная фин. - της εγγυητικής επιστολήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оговорка
-
6 клаузула
-ы θ.1. όρος, ρήτρα• κεφάλαιο, ιδιαίτερο άρθρο.2. (ρητορ.) κλείσιμο του λόγου.3. κλείσιμο του στίχου (οι τελευταίες -του συλλαβές). -
7 обусловить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. βάζω όρο, θέτω ρήτρα•он ничем не -ил своего содействия αυτός δεν έβαλε κανένα όρο για.τη συνεργασία του.
2. καθορίζω, προσδιορίζω, χρησιμεύω σαν αιτία•планомерный труд -ил успех дела η εργασία με πλάνο καθόρισε την επιτυχία της υπόθεσης.
См. также в других словарях:
ῥήτρα — ῥήτρᾱ , ῥήτρα verbal agreement fem nom/voc/acc dual ῥήτρᾱ , ῥήτρα verbal agreement fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥήτρᾳ — ῥήτρᾱͅ , ῥήτρα verbal agreement fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρήτρα — η / ῥήτρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥήτρη και ηλιακ. τ. Fράτρα και κυπρ. τ. Fρήτρα, Α 1. συμφωνία με ρητούς όρους 2. ορισμένος όρος σύμβασης νεοελλ. 1. φρ. α) «γενική ρήτρα» (νομ.) στερεότυπη έκφραση με προκαθορισμένη νομική σημασία β) «ειδική ρήτρα»… … Dictionary of Greek
ρήτρα — η ορισμένος όρος σε συμφωνία που κλείστηκε: Στο συμφωνητικό ορίσαμε και ποινική ρήτρα για κείνον που θα το παραβιάσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥήτρας — ῥήτρᾱς , ῥήτρα verbal agreement fem acc pl ῥήτρᾱς , ῥήτρα verbal agreement fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥήτραι — ῥήτρᾱͅ , ῥήτρα verbal agreement fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥήτραν — ῥήτρᾱν , ῥήτρα verbal agreement fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ретра в древнегреческом праве — (ρήτρα) собственно словесное соглашение, сделка. В государственном праве эолических и дорических общин этим словом обозначались договора, заключавшиеся между государствами, а в законодательстве Ликурга самые законы, которые не были записаны и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ретра, в древнегреческом праве — (ρήτρα) собственно словесное соглашение, сделка. В государственном праве эолических и дорических общин этим словом обозначались договора, заключавшиеся между государствами, а в законодательстве Ликурга самые законы, которые не были записаны и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ῥητρῶν — ῥήτρα verbal agreement fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥῆτραι — ῥήτρα verbal agreement fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)